Αθήνα, 30 Μαρτίου 2012
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων κλήθηκε να διερευνήσει το θέμα της διαμόρφωσης του ελλείμματος και του χρέους του 2009. Η διερεύνηση του εκτροχιασμού των δημοσιονομικών της πατρίδας μας που οδήγησε την χώρα μας εκτός των αγορών και την υπήγαγε στο μηχανισμό στήριξης της Ε.Ε. και του Δ.Ν.Τ. κατά το έτος 2009 αποτελεί ουσιαστικά την κορυφή ενός παγόβουνου που έχει να κάνει με την απόκλιση από ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς από την μεταπολίτευση και μετά, αλλά και με τον υπέρμετρο δανεισμό της πατρίδας μας. Κάποια στιγμή λοιπόν θα πρέπει να διερευνηθεί το σύνολο της ελληνικής οικονομίας και της σκανδαλώδους διακυβέρνησης του δικομματισμού όλο αυτό το διάστημα. Μέρος αυτού του οικονομικού εκτροχιασμού είναι και η τελική διαμόρφωση του χρέους και του ελλείμματος το 2009.
Η έρευνα της Εξεταστικής Επιτροπής είχε να αντιμετωπίσει μία σειρά από αντιξοότητες που δυσκολεύουν στην έκδοση ασφαλών συμπερασμάτων κατά τις πορισματικές μας θέσεις. Συγκεκριμένα:
1. Από την Εξεταστική Επιτροπή απείχαν αρχικά δύο κοινοβουλευτικά κόμματα η Ν.Δ. και το Κ.Κ.Ε. και εν συνεχεία αποχώρησε και ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α με αποτέλεσμα τον τόνο και την κατεύθυνση της έρευνας της επιτροπής να τον δίνει αποκλειστικά η πλειοψηφία των βουλευτών του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
2. Εκτός από την αποχώρησή της, η Ν.Δ. υποχρέωσε και τους Υπουργούς που σχετίζονταν με κρίσιμα υπουργεία να μην προσέλθουν στην επιτροπή με αποτέλεσμα να μη μπορούμε να λάβουμε δια ζώσης μαρτυρίες, αλλά να αρκεστούμε σε τυπικά υπομνήματα. Οπωσδήποτε η πρακτική ενός κόμματος να παρεμβαίνει κατά τρόπο άκομψο στο έργο της επιτροπής και να μην επιτρέπει σε Υπουργούς που μπορούσαν να βοηθήσουν την έρευνα να προσέλθουν είναι κάτι που δημιουργεί ένα αρνητικό προηγούμενο στη διαδικασία των εξεταστικών επιτροπών και δυσκολεύει την αναζήτηση της αλήθειας.
3. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και λόγω αυτής της πρακτικής της Ν.Δ. προσπάθησε να μετατρέψει την επιτροπή από αυτοτελές όργανο διερεύνησης τυχόν ευθυνών σε γραφείο τύπου πολιτικού φορέα επιθυμώντας και επιβάλλοντας με την πλειοψηφία του την έκδοση δηλώσεων και δελτίων τύπου καταδίκης της Ν.Δ. γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση τόσο του ΛΑ.Ο.Σ. όσο και του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. τον οποίο και υποχρέωσε να αποχωρήσει.
4. Το χρονικό πλαίσιο το οποίο υπήρξε στην διάθεσή μας ήταν ασφυκτικό και μάλιστα σε μία έντονα προεκλογική περίοδο με αποτέλεσμα να μην έχουμε τον χρόνο να αξιολογήσουμε με ασφάλεια τα στοιχεία και τις μαρτυρικές καταθέσεις.
5. Πολλά από τα θέματα που κλήθηκε η επιτροπή να διαπραγματευθεί ειδικώς στο κομμάτι που αφορά στην ένταξη των ΔΕΚΟ και άλλων οργανισμών στο χρέος και στο έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης είναι άκρως τεχνικά και στη πραγματικότητα υπάρχει αδυναμία των βουλευτών να μπορέσουν να αξιολογήσουν αυτή την υπαγωγή.
6. Για μία ακόμη φορά φάνηκε η απροθυμία της Εξεταστικής Επιτροπής να εξετάσει ή έστω να ζητήσει τη γνώμη των πρώην Πρωθυπουργών που οι κυβερνήσεις τους εμπλέκονται με τη διαμόρφωση του χρέους και του ελλείμματος το 2009. Ειδικώς για τον Γ. Παπανδρέου θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο φάκελος, ο οποίος απεστάλη από την Εισαγγελία στην Βουλή των Ελλήνων, ρητώς τον κατονομάζει ως τυχόν ύποπτο για την τέλεση ενδεχομένων ποινικών αδικημάτων. Παρόλο αυτά ακόμα και με αυτήν την επισήμανση η πλειοψηφία της Εξεταστικής Επιτροπής έδειξε πλήρη επιφύλαξη να μπει στη διαδικασία της κλήσης Πρωθυπουργών.
Όλα τα ανωτέρω καταδεικνύουν ότι στην πραγματικότητα το πόρισμα που κατατίθεται δεν μπορεί να είναι ασφαλές και να διερευνά το πλήθος των παραμέτρων που οδήγησαν την χώρα μας στο μηχανισμό στήριξης. Ωστόσο, πρόκειται για ένα σημαντικό αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε και δίνει απαντήσεις σε πολλά ζητήματα, διαχωρίζει τους μύθους από τις πραγματικότητες και μπορεί να αποτελέσει τη βάση ώστε στην επόμενη Βουλή να ξεκινήσει μία ουσιαστική έρευνα για τους λόγους και τις αιτίες που τα δημοσιονομικά της πατρίδας μας εκτροχιάστηκαν.
II. ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΣΤΗΝ ΟΝΕ ΕΩΣ ΤΟ 2009
Το πιο κρίσιμο κομμάτι που θα έπρεπε να διερευνηθεί για το πώς φτάσαμε στο χρέος και το έλλειμμα του 2009 είναι ο έλεγχος της πορείας της χώρας τουλάχιστον από την είσοδό της στην Νομισματική Ένωση μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης και τον εκτροχιασμό των δημοσιονομικών το 2009. Το χρονικό αυτό κομμάτι δεν αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας της επιτροπής μας, επικουρικώς όμως φάνηκε ότι η διαμόρφωση του χρέους και του ελλείμματος του 2009 ήταν αποτέλεσμα μίας αλόγιστης δημοσιονομικής πολιτικής, ειδικώς τις δεκαετίες του 1980 με τον πανάκριβο δανεισμό και του 1990 που κορυφώθηκε κατά την είσοδο της χώρας μας στην Νομισματική Ένωση, καθώς πλέον οι κυβερνήσεις δεν είχαν τη δυνατότητα να κόψουν και να υποτιμήσουν το εθνικό νόμισμα. Ενώ λοιπόν, άλλες Ευρωπαϊκές Χώρες προτίμησαν με το που μπήκαν στην Νομισματική Ένωση να μπουν σε λογικές συντηρητικής οικονομικής πολιτικής προκειμένου να ελέγξουν τα δημοσιονομικά τους, οι ελληνικές κυβερνήσεις της δεκαετίας του 2000 ενδίδοντας σε έναν άκρατο λαϊκισμό και στις πιέσεις των εργατοπατέρων της ανεύθυνης αριστεράς, επέλεξαν να ακολουθήσουν την πολιτική του φθηνού δανεισμού και της κατανάλωσης.
Το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας είχε ένα τεράστιο αρνητικό άνοιγμα, η ανταγωνιστικότητά μας μειώθηκε στο έπακρο, η χώρα και τα προϊόντα της έγιναν ακριβά και διαλύθηκε η όποια βιομηχανία και αγροτική παραγωγή. Οι κυβερνήσεις τότε αντί να πουν την αλήθεια στο ελληνικό λαό για την ανάγκη λήψης μέτρων που θα διατηρούσαν την ανταγωνιστικότητα και το εμπορικό ισοζύγιο σε θετικό πρόσημο, επέλεξαν την εύκολη λύση του πολύ φθηνού δανεισμού. Ήταν οι εποχές που ακούγαμε για την πανίσχυρη Ελλάδα και την θωρακισμένη οικονομία, η οποία δεν θα κινδυνεύσει ποτέ.
Παράλληλα με τον φθηνό δανεισμό η χώρα έπρεπε να κρύβει τους δημοσιονομικούς αριθμούς κάτω από το χαλί. Όλες οι χώρες της ευρωζώνης έχουν κατηγορηθεί για επηρεασμό των στατιστικών τους στοιχείων προκειμένου να διατηρούν τα ποσοστά του χρέους και του ελλείμματος σε χαμηλά επίπεδα. Μην αγνοούμε ότι πρώτη η Γερμανία ήταν αυτή που παραβίασε το ποσοστό ελλείμματος που ορίζει το Μάαστριχτ. Στην πατρίδα μας όμως οι ανεύθυνες κυβερνήσεις θεώρησαν ότι οι εταίροι μας είναι κατά το κοινώς λεγόμενος αδαείς, στους οποίους μπορούμε να αποστέλλουμε στοιχεία που απέχουν παρασάγγας από την πραγματικότητα.
Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι καθ΄ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 η Eurostat πλείστες φορές διατηρούσε επιφυλάξεις και αστερίσκους για την αποστολή των ελληνικών στατιστικών στοιχείων. Ωστόσο, μέχρι να ξεσπάσει η κρίση δεν ενδιέφερε τόσο ούτε την Ευρώπη ούτε τις αγορές η πρακτική αυτή καθώς το όλο μοντέλο στηριζόταν στον δανεισμό, υπήρχε ανάπτυξη σε όλη την ευρωζώνη και οι αγορές έδιναν πολύ και φθηνό χρήμα. Σε αυτό το σημείο εδράζεται και η μεγάλη ευθύνη των υπευθύνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ενώ έβλεπαν ότι η Ελλάδα, αλλά και πολλές ακόμα χώρες της ευρωζώνης είχαν μπει σε διαδικασία μη ελέγχου της δημοσιονομικής πραγματικότητας, επέτρεπαν στις αγορές να συνεχίζουν να δίνουν αφειδώς χρήματα. Με αυτούς λοιπόν τους όρους και τις συνθήκες βρήκε τη χώρα μας το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στα τέλη του 2007. Δεν είναι στόχος της παρούσας έρευνας αλλά κάποια στιγμή θα πρέπει να αναζητηθούν οι υπεύθυνοι που βρίσκονται στα δύο μεγάλα κόμματα που για σχεδόν τριάντα χρόνια και ειδικά μετά την είσοδό μας στην Νομισματική Ένωση εγκατέλειψαν την πατρίδα μας κυριολεκτικά στον αυτόματο πιλότο και έκαναν μία χώρα με πολλές δυνατότητες να μην μπορεί να αναπτύξει τους προνομιακούς της τομείς ανάπτυξης και να φτάσει να μην παράγει σχεδόν τίποτα και απλώς να καταναλώνει.
Στο 2009 φθάσαμε γιατί κάποιοι επέλεξαν η ελληνική οικονομία αντί να είναι επιθετική, παραγωγική και εξαγωγική να είναι μία εσωστρεφής εισαγωγική οικονομία, η οποία στηρίζεται σε ένα μεγάλο, σοβιετικού τύπου, δημόσιο τομέα και σε μία κρατικοδίαιτη πελατειακή επιχειρηματικότητα. Η Ελλάδα πολύ απλά τιμωρεί το επιχειρείν και επιβραβεύει το δημόσιο τομέα και το κρατικοδίαιτο επιχειρείν.
III. Η ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΝΝΕΑΜΗΝΟ ΤΟΥ 2009 - ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ Ν.Δ.
Ο προϋπολογισμός του 2009 ψηφίστηκε το Δεκέμβριο του 2008 και υπήρχε πρόβλεψη του ελλείμματος να κινηθεί σε ποσοστό λίγο πάνω από το 2%. Από πολύ νωρίς, στις αρχές του 2009 διεφάνει ότι πλέον η οικονομική κρίση μαστίζει ξεκάθαρα και έντονα την πατρίδα μας και χρειαζότανε μία πραγματικά στοχευμένη πολιτική με λήψη μέτρων προκειμένου η χώρα να μην βρεθεί σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τη κατάθεσή του επιβεβαιώνει ότι ήδη στην αρχή του έτους έχει κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου και παράλληλα φαίνεται ξεκάθαρα ότι και οι υπεύθυνοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκφράζουν πλέον ξεκάθαρες ανησυχίες για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και για το αν η Ελλάδα θα μπορέσει να διατηρήσει τους δείκτες του χρέους και ειδικά του ελλείμματος σε ελεγχόμενο πλαίσιο.
Είναι ο χρόνος που ουσιαστικά ζητείται από την ελληνική κυβέρνηση να πάρει μέτρα για τον έλεγχο του ελλείμματος, μέτρα δύσκολα και δυσάρεστα, τα οποία όμως θα ήταν αναγκαία και πολύ πιο ήπια από τα σημερινά για να παραμείνει η χώρα σε πορεία δημοσιονομικού ελέγχου. Προκειμένου να αντιληφθούμε τον ιστορικό χρόνο είναι η εποχή που ο τότε Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής προσπαθεί και ενημερώνει τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας.
Θα πρέπει να θυμίσουμε ότι για πρώτη φορά τότε ο πρόεδρος του ΛΑ.Ο.Σ. Γ. Καρατζαφέρης ζητά κυβέρνηση εθνικής ενότητας και σε κάθε περίπτωση μεταφέρει στον τότε Πρωθυπουργό ότι η κοινοβουλευτική ομάδα του ΛΑ.Ο.Σ. μπορεί να στηρίξει την τότε κυβέρνηση με τους δέκα βουλευτές που είχε προκειμένου να υπάρξει ένα ισχυρό κυβερνητικό σχήμα που θα έπαιρνε μέτρα για να θωρακίσει την ελληνική οικονομία. Ήταν η εποχή που ο ΛΑ.Ο.Σ. χαρακτηριζόταν ακραίος παρόλο που φάνηκε ότι μία ισχυρή κυβέρνηση τότε ενδεχομένως να είχε περιορίσει τη ζημία που ακολούθησε. Η κυβέρνηση λοιπόν τότε προαναγγέλλει μία σειρά από μέτρα και υλοποιεί μέρος εξ αυτών μέχρι της ευρωεκλογές του 2009 λαμβάνοντας ουσιαστικά περίοδο χάριτος από της Ευρωπαϊκή Επιτροπή λόγω του ότι υπήρχε εκλογική αναμέτρηση.
Στο ενδιάμεσο αρχίζει να αναθεωρείται η πρόβλεψη του ποσοστού ελλείμματος από το 2% στο 3,6% και εν συνεχεία στο 4,5%. Μετά τις ευρωεκλογές του 2009 η ανάγκη λήψης άμεσων μέτρων γίνεται επιτακτική και πλέον ξεκάθαρα διαφαίνεται ότι το έλλειμμα θα κινηθεί σε ανεξέλεγκτους ρυθμούς. Παρόλο που η πρόβλεψη της ελληνικής κυβέρνησης μιλάει για έλλειμμα περί το 6% τόσο η Τράπεζα της Ελλάδος με την έκθεσή της τον Αύγουστο του 2009 αναφέρεται σε έλλειμμα μεγέθους 8,5% με περαιτέρω δυναμική, αλλά και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος διαβεβαιώνει ότι είχε ενημερώσει προεκλογικά και τον τότε Πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή αλλά και τον μετέπειτα Πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου ότι πλέον το έλλειμμα βαίνει προς διψήφιο αριθμό.
Σε όλο αυτό το διάστημα πρέπει να αξιολογηθεί και η στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης όπου με έναν άκρως λαϊκίστικο τρόπο στην προσπάθειά της να διαγκωνιστεί σε λαϊκισμό την ανεύθυνη αριστερά, αρνείται κάθε κουβέντα για εξορθολογισμό του δημοσίου, ιδιωτικοποιήσεις, εξορθολογισμό των δημοσιονομικών και λήψη σκληρών μέτρων αλλά απαραίτητων.
Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο φθάνουμε στην προεκλογική περίοδο του Οκτωβρίου του 2009, όπου από τη μία πλευρά η Ν.Δ. αρχίζει να ψελλίζει την πραγματικότητα και την ανάγκη λήψης μέτρων που θα περιορίσουν το έλλειμμα, χωρίς ωστόσο να αναφέρει για ποιο λόγο δεν είχε όλο αυτό το εννεάμηνο λάβει τα απαραίτητα εκείνα μέτρα που θα κρατούσαν τη χώρα σε φυσιολογική δημοσιονομική τροχιά και το έλλειμμα τουλάχιστον σε μονοψήφιο αριθμό. Τα μέτρα, τα οποία ελήφθησαν και κατατέθηκαν στην επιτροπή και δεν εφαρμόστηκαν στο σύνολο τους, δεν ήταν μέτρα που θα αντιμετωπίζανε τη δυναμική του ελλείμματος, ήταν στην πραγματικότητα μία ασπιρίνη στον καρκίνο.
Δεσμεύτηκε μεν τότε η κυβέρνηση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για λήψη αναγκαίων μέτρων μετά τις εκλογές, αλλά το αν αυτά τα μέτρα θα απέδιδαν και θα κρατούσαν το έλλειμμα σε μονοψήφιο αριθμό είναι κάτι το οποίο δεν θα μάθουμε ποτέ. Άλλωστε και οι ίδιοι υπηρεσιακοί παράγοντες, συνεργάτες του κ. Παπαθανασίου δηλώνουν είτε άγνοια είτε δυσπιστία για την ευόδωση αυτών των μέτρων που θα λαμβάνονταν.
Από την άλλη πλευρά, η αξιωματική αντιπολίτευση κατέβηκε με το σύνθημα «Λεφτά υπάρχουν» και κυριολεκτικά ενώ ο μετέπειτα Πρωθυπουργός γνώριζε απόλυτα την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, καθώς και με τον μετέπειτα Υπουργό Οικονομικών είχαν ενημερωθεί για την κατάσταση του ελλείμματος, επέλεξαν να συνεχίζουν να χαϊδεύουν αυτιά και να μην λένε την αλήθεια στον ελληνικό λαό.
Παράλληλα όλο αυτό το διάστημα του πρώτου εννεάμηνου διαφαίνεται ότι οι προβλέψεις που στέλνει η ελληνική στατιστική υπηρεσία προς την Eurostat αναφορικά με την πρόβλεψη του ελλείμματος δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική απεικόνιση της ελληνικής οικονομίας. Επιλέγεται δηλαδή από την τότε Στατιστική Υπηρεσία και την τότε Κυβέρνηση να υπερεκτιμάται η δυνατότητα είσπραξης εσόδων και να υποτιμάται η δυναμική των δαπανών. Το αποτέλεσμα είναι αν μη τι άλλο η αποστολή πρόβλεψης ελλείμματος σε νούμερα περί του 6% να είναι στην καλύτερη των περιπτώσεων υπεραισιόδοξο σενάριο, στη χειρότερη προϊόν αποστολής μη αληθών στοιχείων. Θα πρέπει λοιπόν να ελεγχθεί η τότε ελληνική στατιστική υπηρεσία κατά πόσο οι προβλέψεις της ήταν προϊόν συνειδητής αποστολής μη αληθών στοιχείων ή απλώς υπήρξε υπερεκτίμηση ότι τα μέτρα τα οποία θα λαμβάνονταν θα μπορούσαν να κρατήσουν το έλλειμμα σε ένα λογικό επίπεδο.
Παράμετρος αυτής της αποστολής στοιχείων που απασχόλησε έντονα την επιτροπή μας ήταν η διαφορά που υπήρχε αναφορικά με την αποστολή των χρεών των νοσοκομείων προς τα όργανα της Ευρώπης (2.300.000.000 ευρώ) και την Βουλή των Ελλήνων (5.000.000.000 ευρώ). Τελικώς από το υπόμνημα του τότε Υπουργού Υγείας προκύπτει ότι η διαφορά αυτή αφορά στο ότι στην Ευρώπη απεστάλει το καθαρό χρέος των νοσοκομείων και όχι τα χρέη των ασφαλιστικών ταμείων προς τα νοσοκομεία. Πράγματι από τα προσαγόμενα έγγραφα αίρεται η αρχική απόκλιση που είχε διαφανεί και είχε οδηγήσει μάλιστα την Εισαγγελία να αποστείλει φάκελο δικογραφίας στην Βουλή των Ελλήνων. Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να τονίσουμε ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος, εάν όχι το μεγαλύτερο, του ελλείμματος των νοσοκομείων έχει να κάνει με τη χρήση υπηρεσιών των νοσοκομείων από τους λαθρομετανάστες. Διεφάνη στην επιτροπή ότι καμία κυβέρνηση μέχρι σήμερα δεν έχει διαπραγματευτεί με τα όργανα της Ε.Ε. την αφαίρεση του ποσού του ελλείμματος που έχει να κάνει με τους λαθρομετανάστες και το οποίο βαρύνει καθημερινά τον Έλληνα φορολογούμενο.
Στο πρώτο λοιπόν αυτό εννεάμηνο του 2009 μέχρι δηλαδή τις εκλογές του Οκτωβρίου, ελέγχεται και ευθύνεται η τότε κυβέρνηση σε κεντρικό επίπεδο και το οικονομικό της επιτελείο, για τη μη λήψη ή την καθυστερημένη λήψη αναγκαίων μέτρων, με το πρόσχημα να αφήσουμε τα μέτρα αυτά για μετά, προκειμένου να ελεγχθεί η δυναμική του ελλείμματος, καθώς και για την προβολή τουλάχιστον υπεραισιόδοξων, αν όχι αναληθών, προβλέψεων για το κλείσιμο του ελλείμματος. Η ευθύνη αυτή επιτείνεται από το γεγονός ότι απλή ανάγνωση των εκθέσεων της Τ.τ.Ε. αρκούσε για να προκαλέσει εγρήγορση λήψης μέτρων. Η δε τότε αξιωματική αντιπολίτευση ελέγχεται διότι αν και γνώριζε ξεκάθαρα την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, αφού όπως και η τότε κυβέρνηση είχε ενημερωθεί για την κατάσταση του ελλείμματος επέλεξε πολιτικές λαϊκισμού και εφησυχασμού.
IV. ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2009 ΕΩΣ ΤΗΝ ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΣΤΟΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ – ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Δύο μέρες πριν τις εκλογές του 2009 και συγκεκριμένα στις 2 Οκτωβρίου γίνεται η τελευταία αποστολή πρόβλεψης ελλείμματος για το 2009 από τη προηγούμενη κυβέρνηση που αναφέρεται σε έλλειμμα περί το 6%. Μετά τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου του 2009 τη διακυβέρνηση της χώρας αναλαμβάνει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ο Πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου αλλά και ο Υπουργός Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου έχουν ενημερωθεί ήδη προεκλογικά από τον Διοικητής της Τ.τ.Ε. κον Προβόπουλο για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τη δυναμική του ελλείμματος. Αυτό που ουσιαστικά βεβαιώνει σχεδόν τον σύνολο των τεχνοκρατών που πέρασαν από την επιτροπή και ο ίδιος ο Διοικητής της Τ.τ.Ε., αλλά και αυτό που προκύπτει από την αποστολή του απαντητικού υπομνήματος του πρώην Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κου Almunia προς την επιτροπή μας, προκύπτει ξεκάθαρα ότι την ενημέρωση που είχαν κάνει προς την προηγούμενη κυβέρνηση και η οποία δεν έλαβε τα απαιτούμενα μέτρα έκαναν και στην νέα κυβέρνηση τονίζοντας μάλιστα ότι άμεσα τα στελέχη της νέας κυβέρνηση είχαν επίγνωση της κατάστασης και της ανάγκης λήψης μέτρων.
Τότε λοιπόν ενώ οι αγορές που είχαν δώσει μεγάλη περίοδο χάριτος στις ελληνικές κυβερνήσεις και περίμεναν έστω μία εξαγγελία που θα έπειθε τους τεχνοκράτες της Ευρώπης ότι η Ελλάδα έχει αντιληφθεί την κατάσταση και αποφάσισε να λάβει σοβαρά μέτρα για την εξυγίανση των δημοσιονομικών της και την ενδυνάμωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας αντ΄ αυτού βλέπουν ότι μέτρα δεν λαμβάνονται. Η ελληνική κυβέρνηση επιλέγει να επιβάλει έκτακτη εισφορά από τις κερδοφόρες επιχειρήσεις, η οποία διανέμεται ως επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης πράγμα που μπορεί να μην επιβάρυνε τα δημοσιονομικά αλλά σε κάθε περίπτωση έδωσε το μήνυμα ότι αντί να μαζευτούν χρήματα για τον έλεγχο του ελλείμματος, συνεχίζεται η πολιτική των κοινωνικών παροχών με δανεικά χρήματα.
Παράλληλα δεν λαμβάνονται ούτε εξαγγέλλονται μέτρα άμεσης απόδοσης, ενδεχομένως και σκληρών, τα οποία όμως θα ήταν πολύ πιο ήπια από αυτά που εν συνεχεία υποχρεώθηκε να ανεχθεί ο ελληνικός λαός. Οι αγορές περίμεναν και δεν έβλεπαν καμία προσπάθεια διαρθρωτικών αλλά και άμεσης απόδοσης έστω και εισπρακτικών μέτρων.
Σε αυτό λοιπόν το σημείο αρχίζουν να γίνονται και οι πρώτες δηλώσεις που συνδέονται με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τους Έλληνες αλλά και με άστοχες εκφράσεις για τον χαρακτηρισμό της ελληνικής οικονομίας. Τα ίδια τα κυβερνητικά στελέχη μπαίνουν στον πειρασμό να χαρακτηρίζουν τα ελληνικά στατιστικά στοιχεία αναξιόπιστα, την Ελλάδα μία χώρα της διαφθοράς και την ελληνική οικονομία ως Τιτανικό. Στην επιτροπή μας κυρίως από τους ανθρώπους της αγοράς που εξετάστηκαν θεωρήθηκαν αυτοί οι χαρακτηρισμοί, όπως επίσης και η τυχόν απειλή προσφυγής της χώρας στο Δ.Ν.Τ., ως άστοχοι (βλέπε κατάθεση κ. Χριστοδούλου) αλλά ωστόσο μας τονίστηκε (βλέπε κατάθεση κ. Προβόπουλου) ότι οι αγορές δεν στηρίζονται τόσο σε δηλώσεις ακόμα και υψηλόβαθμων στελεχών, όταν έχουν συγκεκριμένα νούμερα μπροστά τους που απεικονίζουν ξεκάθαρα τις τρύπες της ελληνικής οικονομίας.
Σε κάθε περίπτωση διαφαίνεται μία προσπάθεια των τότε κυβερνητικών στελεχών αντί να λάβουν τα μέτρα που πρέπει να προσπαθούν απλώς να κερδίσουν την εύνοια των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαξιώνοντας ακόμα περισσότερο την ελληνική οικονομία. Σε αυτό το τελευταίο τρίμηνο μάλιστα υπάρχει ένας μεγάλος προβληματισμός εάν ήταν εφικτό με τη λήψη άμεσων μέτρων να μπορέσει το έλλειμμα να μείνει σε λογικά επίπεδα, σίγουρα βέβαια όχι στο 6% που εντελώς αυθαίρετα υπολόγιζε η προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά τουλάχιστον σε μονοψήφιο αριθμό. Τονίστηκε στην επιτροπή μας ότι η κόκκινη γραμμή για τις αγορές αναφορικά με τον δείκτη του ελλείμματος είναι ο μονοψήφιος αριθμός. Εάν μία χώρα παραμένει έστω και οριακά σε μονοψήφιο αριθμό, θεωρείται αξιόπιστη στις αγορές, ενώ ο εκτροχιασμός που θέτει θέμα αμφισβήτησης για τη δυνατότητα δανειοδότησης επέρχεται, όταν το έλλειμμα μπαίνει σε δυναμικές διψήφιου αριθμού.
Σε αυτό λοιπόν το σημείο η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κεντρικά και ο ίδιος ο πρώην Πρωθυπουργός με το οικονομικό επιτελείο ελέγχονται και κατηγορούνται σε δύο επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο είναι ότι δεν έλαβαν τα μέτρα που θα μπορούσαν να ελέγξουν την δυναμική του ελλείμματος, και το δεύτερο, το οποίο εδράζεται κυρίως στα επιχειρήματα της Ν.Δ. ότι μια σειρά από υποχρεώσεις της χώρας προς πληρωμή που μπορούσαν να πραγματοποιηθούν το επόμενο έτος και άρα να επιβαρύνουν το έλλειμμα του 2010, εσκεμμένα η κυβέρνηση τις τακτοποίησε το 2009 με αποτέλεσμα να επιβαρύνουν το έλλειμμα του 2009. Αντίστοιχα σε αυτό το δεύτερο επίπεδο εδράζεται και η κατηγορία ότι πέρα από τις δαπάνες και έσοδα, τα οποία μπορούσε η τότε κυβέρνηση να εισπράξει το 2009 τα μετέθεσε το 2010 προκειμένου να επιβαρύνει στο έπακρο το έλλειμμα του 2009 και να δείξει φοβερή δημοσιονομική προσαρμογή πολλών ποσοστιαίων μονάδων το επόμενο έτος το 2010.
Από τη πλευρά του ο τότε Υπουργός Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου αλλά και οι τεχνοκράτες της τότε κυβέρνησης θεωρούν ότι όποια μέτρα και να λάμβαναν, η δυναμική του ελλείμματος ήταν τέτοια που θα παρέμενε σε διψήφιο αριθμό και επιχειρούν να αντικρούσουν την κατηγορία της μη μεταφοράς υποχρεώσεων από το 2009 στο 2010 αλλά και μη λήψης εσόδων π.χ. από τις ρυθμίσεις για τους ημιυπαίθριους το 2009, με το επιχείρημα ότι αφενός ήταν αδύνατον να εισπραχθούν τα έσοδα το 2009 και αφετέρου ότι οι υποχρεώσεις πληρωμών ακόμα και αν μεταφέρονταν το 2010 θα επιβάρυναν το έλλειμμα του 2009 διότι σημασία δεν έχει πότε γίνονται οι πληρωμές, αλλά πότε γεννούνται οι υποχρεώσεις.
Κατά την άποψη του γράφοντος η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα είναι κρίσιμη, διότι έχει πολύ μεγάλη σημασία, εάν η τότε κυβέρνηση μπορούσε να μεταφέρει υποχρεώσεις και άρα να κρατήσει σε ευπρόσωπο αριθμό το έλλειμμα ή και να αυξήσει τα έσοδα για να πετύχει τον ίδιο ακριβώς στόχο. Είναι ένα ερώτημα που δεν απαντήθηκε με σαφήνεια στην παρούσα επιτροπή και σίγουρα θα πρέπει να ελεγχθεί στην επόμενη Βουλή καθώς αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την ανάδειξη ευθυνών. Σε κάθε περίπτωση η μη λήψη μέτρων αλλά και γενικότερα το ότι και το τελευταίο αυτό τρίμηνο αφέθηκε ανεξέλεγκτη η δυναμική του ελλείμματος, είναι βασικές ευθύνες για τις οποίες ελέγχεται η τότε κυβέρνηση της χώρας σε κεντρικό επίπεδο και το οικονομικό της επιτελείο.
Με αυτούς λοιπόν τους όρους έκλεισε το δημοσιονομικό έτος του 2009 και από την επιτροπή, η οποία δημιουργήθηκε για τον έλεγχο του ελλείμματος, υπολογίστηκε το έλλειμμα του 2009 σε αριθμό γύρω στο 12,5%. Τον Ιανουάριο του 2010 η χώρα βρίσκεται ακόμα στις αγορές και μάλιστα βγήκε να δανειστεί ποσό 5 δις Ευρώ και υπήρξε προσφορά 25 δις Ευρώ. Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι μπορούσε τότε η χώρα να πάρει όλο το ποσό των 25δις Ευρώ διότι όπως βεβαίωσαν και οι τεχνοκράτες, όταν μια χώρα βγαίνει και δανείζεται για συγκεκριμένο ποσό ακόμα και αν υπάρχουν προσφορές μεγαλύτερου ποσού, σε περίπτωση που πάει να λάβει χρήματα περισσότερα από αυτά που έχει δηλώσει ότι επιθυμεί αυτομάτως θα αντιδράσουν αρνητικά οι αγορές.
Σε κάθε όμως περίπτωση, είναι βέβαιο ότι στην αρχή του έτους του 2010 τα spreads παρέμεναν σε λογικά πλαίσια, οι προσφορές για δανειοδότηση της χώρας ήταν επαρκείς, και μπορούσε η ελληνική κυβέρνηση να δανείζεται και ενδεχομένως να ξαναέβγαινε νωρίς να δανειστεί από τις αγορές, προκειμένου να έχει μία οικονομική επάρκεια, ώστε ακόμα και αν χρειαζόταν να ενταχθεί στον μηχανισμό στήριξης να είχε ταμειακά αποθέματα και να μπορούσε να διαπραγματευθεί τους όρους ένταξης.
Το έλλειμμα τελικώς από 12,7% αναθεωρήθηκε εν συνεχεία από τον προσωρινό Πρόεδρο της ΕΛΣΤΑΤ σε 13,6% και η χώρα έφτασε με το πιστόλι στον κρόταφο χωρίς να έχει διασφαλίσει ταμειακά αποθέματα, προκειμένου να μπορεί να διαπραγματευθεί, στην υπαγωγή της στον μηχανισμό στήριξης και στο Μνημόνιο Ι, υπό τον φόβο χρεοκοπίας και στάσης πληρωμών.
Σε εκείνο λοιπόν το χρονικό διάστημα ελέγχεται η τότε κυβέρνηση για το εάν μπορούσε με λήψη μέτρων αλλά και με επαρκή δανειοδότηση της χώρας να αποφύγει την έξοδο της από τις αγορές ή τουλάχιστον την υπαγωγή της στο μηχανισμό με όρους πιο ρεαλιστικούς κατόπιν διαπραγμάτευσης. Οι αιτιάσεις αυτές εντείνονται από τις ατυχείς δηλώσεις και από το γεγονός ότι μετέπειτα βγήκαν στην επιφάνεια συζητήσεις του τότε Πρωθυπουργού σε ανύποπτο χρόνο με τον Διευθυντή του Δ.Ν.Τ. Στρος Καν για ενδεχόμενη προσφυγή της χώρας στο Δ.Ν.Τ. εάν η χώρα δεν μπορούσε να δανειστεί από τις αγορές.
Σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί η υποψία ότι η τότε κυβέρνηση έβλεπε ότι η χώρα βαδίζει εκτός αγορών στο μηχανισμό στήριξης και στο Δ.Ν.Τ. και δεν έπαιρνε μέτρα ή δεν διασφάλιζε από νωρίς τη δανειοδότηση της χώρας και επέλεξε συνειδητά την έξοδο της χώρας από τις αγορές και την είσοδό της στον μηχανισμό στήριξης επειδή δεν ήθελαν οι ίδιοι να επωμισθούν το πολιτικό κόστος των σκληρών αλλά αναγκαίων μέτρων, τότε η ευθύνη δεν παραμένει απλώς και μόνο σε πολιτικό επίπεδο. Από τη μέχρι στιγμής έρευνα και λόγω κυρίως της πίεσης του χρόνου κάτι τέτοιο δεν μπορεί να απαντηθεί με ασφάλεια, είναι όμως δυνατόν να τύχει διερεύνησης στην επόμενη Βουλή όπου θα υπάρχει άνεση χρόνου για να διερευνηθούν όλες οι προεκτάσεις της υπόθεσης.
V. Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΟΣ ΤΟΥ 2009 ΑΠΟ ΤΟ 13,6% ΣΤΟ ΑΝΩ ΤΟΥ 15,4%
Έναυσμα για τη συγκρότηση της εξεταστικής επιτροπής υπήρξε η αποστολή του φακέλου της δικογραφίας από την Εισαγγελία προς την Βουλή των Ελλήνων για διερεύνηση τυχόν ποινικής ευθύνης του τότε Πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου και του τότε Υπουργού Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου για ενδεχόμενο φούσκωμα του ελλείμματος του 2009 από το 13,6% στο αρχικά 15,4% και τελικά 15,8%.
Σημειωτέον, η άνοδος του ελλείμματος από το 12,7% στο 13,6% έλαβε χώρα με απαίτηση της eurostat και αφού είχε γίνει υπαγωγή των χρεών των νοσοκομείων και ασφαλιστικών ταμείων στο χρέος και έλλειμμα της γενικής κυβερνήσεως. Σε αυτό το σημείο υπήρξαν έντονες αιτιάσεις, διότι η υπαγωγή αναφορικώς με τα χρέη του 2009 έγιναν στο έλλειμμα του 2009 και για όλα τα προηγούμενα έτη δεν έγινε υπαγωγή κατ΄ έτος αλλά το σύνολο τους μπήκε στο έλλειμμα του 2008, με αποτέλεσμα να φουσκώσει το έλλειμμα του 2008. Από τις εξηγήσεις που δόθηκαν από τον τότε Υπουργό Οικονομικών κον Γ. Παπακωνσταντίνου προκύπτει ότι σε μία πρώτη φάση έπρεπε να γίνει άμεση υπαγωγή και επιλέχθηκε να αφαιρεθεί ως αυτοτελές το κομμάτι που αφορά στο 2009 και για λόγους ταχύτητας να μπει το σύνολο των προηγουμένων ετών στο 2008, αλλά εν συνεχεία έγινε ο σωστός επιμερισμός στα προηγούμενα έτη και τελικά δεν υπήρξε αλλοίωση του ποσοστού ελλείμματος του 2008.
Η διερεύνηση αυτής της πτυχής προκλήθηκε από την έντονη αντίδραση του αντιπροέδρου της ΕΛΣΤΑΤ κου Λογοθέτη και του μέλους της ΕΛΣΤΑΤ κας Γεωργαντά προς τον Πρόεδρο της ΕΛΣΤΑΤ κον Γεωργίου που αμφισβήτησαν πλήρως την άνοδο κατά δύο μονάδες του ελλείμματος του 2009 που μεταφράζεται σε μέτρα περί των 6 δις Ευρώ. Η αύξηση του ελλείμματος έγινε κυρίως με την υπαγωγή σε αυτό δεκαεπτά επιχειρήσεων του δημοσίου, οι οποίες μέχρι τότε δεν υπάγονταν στο χρέος και το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης. Πρόκειται ουσιαστικά για εφαρμογή του κανονισμού ISA 95 και κατά πόσο είναι υποχρεωτικός για τα κράτη μέλη.
Από την απάντηση του Προέδρου της Eurostat κου Radermacher προκύπτει με σαφήνεια ότι όλοι αυτοί οι κανονισμοί είναι δεσμευτικοί παρόλο που ο κος Αlmounia στο απαντητικό του υπόμνημα και συγκεκριμένα στο ερώτημα 2 αναφέρεται ότι τουλάχιστον ο κώδικας ορθής πρακτικής δεν αποτελεί νομικά δεσμευτική πράξη.
Τα κριτήρια για να υπαχθούν οι επιχειρήσεις του δημοσίου στο χρέος της γενικής κυβέρνησης είναι α) εάν ο φορέας αποτελεί θεσμική μονάδα με την έννοια ότι έχει αυτονομία στην λήψη αποφάσεων, β) εάν ο φορέας αποτελεί δημόσιο παραγωγό με την έννοια ότι ελέγχεται από τη γενική κυβέρνηση και γ) αν ο φορέας είναι παράγωγος μη εμπορεύσιμου προϊόντος, εάν δηλαδή το λιγότερο από το 50% του κόστους παραγωγής καλύπτεται από τις πωλήσεις.
Τα δύο πρώτα κριτήρια είναι εύκολο να αξιολογηθούν για τους δεκαεπτά φορείς που εντάχθηκαν στο χρέος της γενικής κυβέρνησης. Για το τρίτο κριτήριο υπάρχουν αιτιάσεις από τα μειοψηφούντα μέλη της ΕΛΣΤΑΤ ότι δεν τηρήθηκαν οι διαδικασίες και ότι σε κάθε περίπτωση το χρονικό πλαίσιο ήταν τόσο μικρό που δεν μπόρεσαν με ασφάλεια να ελεγχθεί το κριτήριο του 50% για τις δεκαεπτά αυτές ΔΕΚΟ.
Πρόκειται για ένα αμιγώς τεχνικό θέμα το οποίο είναι αδύνατον να απαντήσει η επιτροπή, αφενός διότι δεν υπάρχουν οι απαιτούμενες τεχνικές γνώσεις, και αφετέρου διότι δεν μπορούν να ελεγχθούν οι άνω των εβδομήντα φάκελοι που έχουν προσκομισθεί και αφορούν τα στοιχεία υπαγωγής των δεκαεπτά αυτών ΔΕΚΟ στο χρέος της γενικής κυβέρνησης.
Από την έρευνα όμως της επιτροπής προέκυψαν κάποια προβληματικά στοιχεία ως προς της λειτουργία της ΕΛΣΤΑΤ που δημιουργούν έναν έντονο προβληματισμό για τη λειτουργία της. Συγκεκριμένα:
α) Διεφάνη με ξεκάθαρο τρόπο ότι ο Πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ κος Γεωργίου λειτουργούσε με έναν άκρως συγκεντρωτικό τρόπο, χωρίς να παρέχει ούτε τη στοιχειώδη ενημέρωση προς τα μέλη της ΕΛΣΤΑΤ για τα στοιχεία του ελλείμματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι εκτός από τα μέλη που έχουν ευθεία αντιδικία με τον κ. Γεωργίου, οι κ.κ. Λογοθέτης και Γεωργαντά και τα λοιπά μέλη της ΕΛΣΤΑΤ επιβεβαιώνουν αυτή την έλλειψη συνεργασίας από τον Πρόεδρο. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι η αποστολή στοιχείων εναπόκειται στην αποκλειστική του δικαιοδοσία, πράγμα που επιβεβαιώνει και ο Radermacher, αλλά σε κάθε περίπτωση δημιουργεί προβληματισμό για ποιο λόγο τουλάχιστον δεν ενημερώνονταν τα υπόλοιπά μέλη της ΕΛΣΤΑΤ. Πολύ απλά γεννάται το ερώτημα για ποιο λόγο να υπάρχει ένα συλλογικό όργανο εάν η αρμοδιότητα εναπόκειται αποκλειστικά στον Πρόεδρο του συλλογικού αυτού οργάνου.
β) Ο Πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ κος Γεωργίου αποδείχθηκε αφενός ότι για ένα χρονικό διάστημα έστω και σε αναστολή είχε διπλή ιδιότητα Πρόεδρου της ΕΛΣΤΑΤ και υπαλλήλου του Δ.Ν.Τ., πράγμα τουλάχιστον προβληματικό και ότι παράλληλα είχε επικοινωνία μέσω του επικεφαλής της Τρόικα κ Thomsen, όπου του ζητούσε την αλλαγή του νόμου της ΕΛΣΤΑΤ για να μπορέσει να λειτουργεί κατά την άποψή του πιο εποικοδομητικά. Το εντυπωσιακό είναι ότι ο κος Γεωργίου δεν υπέβαλλε τις παρατηρήσεις του στο όργανο το οποίο τον ελέγχει, την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής των Ελλήνων, ούτε στον Υπουργό Οικονομικών, αλλά αναρμοδίως στον επικεφαλή της Τρόικας. Δεν αποτελεί φυσικά ποινικό αδίκημα η συνομιλία διοικητικών παραγόντων με την Τρόικα, είναι όμως απαράδεκτο διοικητικός παράγοντας να ζητά τη συνδρομή της Τρόικας για την αλλαγή νομικού πλαισίου. Το εντυπωσιακό βέβαια είναι ότι τελικά το νομικό πλαίσιο άλλαξε κατά τους όρους που επιθυμούσε ο κος Γεωργίου. Προβληματικό μάλιστα είναι και το γεγονός που δείχνει πολλές φορές τη γενικότερη απαξία που υπάρχει σε υψηλόβαθμα στελέχη τεχνοκρατών προς τους πολιτικούς προϊστάμενους, ότι και η κα Γεωργαντά που εν συνεχεία διαμαρτυρήθηκε και στα θεσμικά όργανα αναρμοδίως και αυτή επικοινώνησε ηλεκτρονικά με τον κ. Τhomsen για να εκφράσει και αυτή τις αντιρρήσεις της. Φανταστείτε την εικόνα μίας χώρας όπου τσακώνονται οι διοικητικοί παράγοντες και εν αγνοία των πολιτικών προϊσταμένων διαιτητής είναι ο επικεφαλής της Τρόικα.
γ) Κατά τις αιτιάσεις του αντιπροέδρου της ΕΛΣΤΑΤ κου Λογοθέτη δέχθηκε πιέσεις από τον κ Παπακωνσταντίνου να παραιτηθεί από τη θέση του μόλις κατηγορήθηκε και του ασκήθηκε ποινική δίωξη για υποκλοπή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Προέδρου της ΕΛΣΤΑΤ κ Γεωργίου κατά τρόπο που ο κ Λογοθέτης τον εξέλαβε ως απειλή. Ο τέως Υπουργός Οικονομικών, αρνείται ότι απείλησε και ότι απλώς ζήτησε την παραίτηση από τη στιγμή που είχε ασκηθεί ποινική δίωξη. Εδώ ανακύπτει το εξής ερώτημα: εάν η ΕΛΣΤΑΤ είναι ανεξάρτητη αρχή τότε ο Υπουργός Οικονομικών δεν μπορεί να ζητά παραίτηση μέλους και αρμόδια είναι μόνο η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Εάν πάλι ο Υπουργός Οικονομικών ενδιαφερόμενος για τη σωστή λειτουργία της ΕΛΣΤΑΤ έρχεται σε επαφή με τα μέλη και ζητά παραιτήσεις θα έπρεπε αντίστοιχα να ελέγξει και τον Πρόεδρο της ΕΛΣΤΑΤ λόγω της παντελούς έλλειψης συνεργασίας αλλά και τη μη σύγκλιση των διοικητικών συμβουλίων.
δ) Τα μέλη της ΕΛΣΤΑΤ που αντέδρασαν στον κ Γεωργίου επιμένουν ότι ο χρόνος ελέγχου των στοιχείων της ΔΕΚΟ ήταν πάρα πολύ λίγος, με αποτέλεσμα να ελέγχεται η αξιοπιστία της υπαγωγής τους στο χρέος και έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης.
ε) Η μάρτυρας στην επιτροπή κα Βούλτεψη κατέθεσε έγγραφο από το οποίο προκύπτει ότι μετά την υπαγωγή των δεκαεπτά ΔΕΚΟ στο χρέος της γενικής κυβέρνησης η τότε κυβέρνηση επιθυμούσε να συστήσει επιτροπή για να ελέγξει τους λόγους της παραγωγής ελλειμμάτων από αυτές τις ΔΕΚΟ. Εάν λοιπόν οι φάκελοι, οι οποίοι είχαν υποβληθεί στην ΕΛΣΤΑΤ ήταν πληρέστατοι και με βάση αυτούς τους φακέλους έγινε η υπαγωγή, για ποιο λόγο κρίθηκε αναγκαίο σύσταση μιας επιτροπής που θα ελέγχει την παραγωγή ελλειμμάτων τη στιγμή που υπήρχε πληρότητα των φακέλων.
Αυτά τα ανωτέρω στοιχεία δημιουργούν έναν έντονο προβληματισμό αλλά σε μεγάλο βαθμό θα πρέπει να συνεκτιμηθούν και τα ακόλουθα:
α) Στο απαντητικό του υπόμνημα προς την επιτροπή μας, ο επικεφαλής της Eurostat κ Radermacher ουσιαστικά αποδέχεται το σύνολο του υπομνήματος του κ Γεωργίου και θεωρεί ότι η υπαγωγή των δεκαεπτά επιχειρήσεων του δημοσίου στο χρέος και έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης ήταν ορθή και σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες. Μάλιστα, θεωρεί ότι αρμοδιότητα της αποστολής αυτών των στοιχείων έχει ο Πρόεδρος της κάθε ΕΛΣΤΑΤ. Το ίδιο αποδέχεται και ο πρώην Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σημειωτέον η Eurostat είναι κατά κάποιο τρόπο εποπτεύον όργανο της ΕΛΣΤΑΤ και άρα σε μεγάλο βαθμό υπάρχει δυσκολία να αποδοθεί ευθύνη όταν το ίδιο εποπτεύον ευρωπαϊκό όργανο αποδέχεται τις πράξεις της αντίστοιχης ΕΛΣΤΑΤ του κάθε κράτους μέλους. Προβληματικό εδώ είναι το γεγονός ότι από το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του κου Γεωργίου υπάρχει συνεχής επικοινωνία δική του με τον κ Radermacher αλλά από την άλλη πλευρά τεκμαίρεται ότι ο πρόεδρος της κάθε ΕΛΣΤΑΤ είναι λογικό να επικοινωνεί με τον ουσιαστικά Ευρωπαίο εποπτεύοντα. Η προσπάθεια τυχόν ανάδειξης ευθύνης για την αύξηση του ελλείμματος και την υπαγωγή των δεκαεπτά επιχειρήσεων του δημοσίου στο χρέος της γενικής κυβέρνησης θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί μόνο εάν θεωρηθεί ότι αυτό έγινε με την καθοδήγηση της Eurostat πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο να υποστηριχθεί, εκτός εάν κάποιος θέλει να υποστηρίξει ένα μεθοδευμένο σχέδιο με εγκέφαλο την ίδια την ΕΕ.
β) Σε κάθε περίπτωση προβληματισμό δημιουργεί για ποιο λόγο να ήθελε κάποιος να φουσκώσει το έλλειμμα από το 13,6% στο 15,4% τη στιγμή που ήδη η χώρα είχε μπει στο μηχανισμό στήριξης. Το γεγονός ότι τα spreads ανέβαιναν δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς η χώρα είναι εκτός αγορών. Ενδεχομένως επέρχεται και επήλθε μία περαιτέρω απαξίωση της ελληνικής οικονομίας και απαξίωση των ελληνικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, όμως ούτως ει άλλως αυτή είναι μία μικρή παράμετρος μπροστά σε μία οικονομία, η οποία ήδη, είχε προσφύγει στη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ε.Κ.Τ και του Δ.Ν.Τ. και δεν μπορούσε να δανείζεται. Με άλλα λόγια δεν μπορεί ακριβώς να προσδιοριστεί ποιο θα ήταν το ακριβές όφελος από αυτήν την άνοδο. Το μόνο ενδιαφέρον που θα είχε κάποιος να φουσκώσει αυτό το έλλειμμα, είναι εάν η τότε κυβέρνηση ήθελε να δικαιολογήσει περαιτέρω μέτρα ή ήθελε να παρουσιάσει χειρότερη κατάσταση για πολιτικό όφελος.
Με τα υπάρχοντα λοιπόν στοιχεία διαφαίνεται μία δυσλειτουργία της ΕΛΣΤΑΤ και κάποια προβληματικά θέματα επικοινωνίας, από την άλλη όμως πλευρά στο βαθμό που η Eurostat θεωρεί ότι οι χειρισμοί αυτοί είναι σύμφωνοι με τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς, είναι δύσκολο να στοιχειοθετηθεί ευθύνη. Σίγουρα η σύσταση μίας νέας επιτροπής με πραγματογνώμονες θα πρέπει να ελέγξει με προσοχή τους φακέλους των δεκαεπτά ΔΕΚΟ που υπεβλήθησαν προκειμένου να δει, εάν πληρείται το στοιχείο του 50% και αντίστοιχα να ελεγχθεί εάν τυχόν από αυτήν την αύξηση του ελλείμματος από το 13,6% αρχικά στο 15,4% και εν τέλει στο 15,8% υπήρξε όφελος είτε σε πολιτικό, είτε σε οικονομικό επίπεδο.
VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ TOY ΜΕΛΟΥΣ ΤΟΥ ΛΑ.Ο.Σ. ΣΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΑΘ. ΠΛΕΥΡΗ
Ø Η εξεταστική επιτροπή λόγω των προβλημάτων που αναπτύχθηκαν στις εισαγωγικές παρατηρήσεις και συγκεκριμένα της απουσίας του συνόλου σχεδόν των κομμάτων και της απουσίας των μαρτύρων Υπουργών από την πλευρά της Ν.Δ. αλλά και της κυριαρχίας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στα μέλη της εξεταστικής επιτροπής, σε συνδυασμό με το στενό και σε προεκλογική περίοδο χρονική περίοδο, δεν βοηθά στην άντληση ασφαλών συμπερασμάτων. Ίσως θα ήταν προτιμότερο να μην υπήρχε σύνταξη πορίσματος και απλώς συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού για μία επόμενη επιτροπή που θα διερευνήσει τους λόγους για τους οποίους η πατρίδα μας έφτασε στη χρεοκοπία.
Ø Ο ΛΑ.Ο.Σ. επέλεξε να παραμείνει στην επιτροπή παρά την απουσία των υπολοίπων κομμάτων της αντιπολίτευσης διότι επιδιώκει στη σύνταξη του πορίσματος να καταγραφεί και η μειοψηφία που αφορά στην ευθύνη της διακυβέρνησης και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και η οποία δεν θα αναδειχθεί από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Ø Οι λόγοι που οδήγησαν τη χώρα στην έξοδο από τις αγορές και στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό δεν πρέπει να αναζητηθούν στο στενό χρονικό πλαίσιο του 2009. Ο δικομματισμός για περίπου τριάντα χρόνια κυβέρνησε με πανίσχυρες πλειοψηφίες την πατρίδα μας. Στη δεκαετία του 80 ξεκίνησε η γιγάντωση του δημοσίου και επεβλήθη η διαφθορά ως τρόπος λειτουργίας του κράτους. Στην επόμενη δεκαετία καλλιεργήθηκε η κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα και ευνοήθηκε ένας στρεβλός ιδιωτικός τομέας που δεν στηριζόταν στα πόδια του, αλλά στον εναγκαλισμό του με τον δημόσιο. Στη δεκαετία του 2000 καλλιεργήθηκε ο φθηνός δανεισμός λόγω του ισχυρού νομίσματος και η επιλογή των κυβερνήσεων ήταν η απουσία διαρθρωτικών αλλαγών, το χάϊδεμα των συνδικάτων και οι κοινωνικές παροχές με φθηνό δανειζόμενο χρήμα. Αποτέλεσμα: η χώρα έφθασε στην οικονομική κρίση ευάλωτη με διαλυμένη την ανταγωνιστικότητά της, με διαλυμένους όλους τους τομείς παραγωγής της. Κάποια στιγμή μία εξεταστική θα πρέπει να αποδώσει τις ευθύνες για ποιο λόγο οι κυβερνήσεις διέλυσαν τον πρωτογενή τομέα παραγωγής, την ανταγωνιστικότητα και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Πατρίδας μας. Για ποιο λόγο επέλεξαν τις λογικές του πελατειακού κράτους και των κοινωνικών παροχών με φθηνό δανεικό χρήμα αντί να ενισχύσουν τις πλουτοπαραγωγικές δυνάμεις του τόπου.
Ø Το πρώτο εννεάμηνο του 2009 η τότε κυβέρνηση κεντρικά ελέγχεται και έχει βάσιμες ευθύνες για το γεγονός ότι ενώ έβλεπε τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό επέλεγε με μη αξιόπιστες υπεραισιόδοξες προβλέψεις να αναφέρεται σε έλλειμμα χαμηλό και να κωλυσιεργεί. Αυτό που πρέπει να καταλογιστεί στην τότε κυβέρνηση στο σύνολό της και σε επίπεδο Πρωθυπουργού και σε επίπεδο οικονομικού επιτελείου είναι ότι παρά τις προειδοποιήσεις των οργάνων και υπευθύνων της Ευρώπης αλλά και της Τ.τ..Ε. για ενδεχόμενο δημοσιονομικό εκτροχιασμό του ελλείμματος επέλεγε λόγω των εκλογικών αναμετρήσεων στις ευρωεκλογές αλλά και μετά στις εθνικές εκλογές να αναβάλει τη λήψη μέτρων ή να λαμβάνει επιδερμικά μέτρα που δεν μπορούσαν να λύσουν το πρόβλημα ή να βελτίωναν την κατάσταση. Μόλις λίγο πριν από τις εκλογές άρχισε να αναφέρεται σε μη δημοφιλή μέτρα, οπωσδήποτε σκληρά αλλά πολύ πιο ήπια από αυτά που επακολούθησαν, ωστόσο παραμένει ακέραια η ευθύνη της για το γεγονός ότι υπήρξε διστακτική και αναποτελεσματική όλο το πρώτο εννεάμηνο.
Ø Η τότε αξιωματική αντιπολίτευση κατά το πρώτο αυτό εννεάμηνο και κυρίως προεκλογικά, παρόλο που γνώριζε απόλυτα την κατάσταση επέλεξε την πολιτική του λαϊκισμού και του λεφτά υπάρχουν με αποτέλεσμα να δημιουργήσει φρούδες ελπίδες σε έναν δοκιμαζόμενο λαό και να αποφεύγει να αντιληφθεί την κατάσταση. Την ίδια στιγμή και ενώ τα κόμματα της ανεύθυνης αριστεράς ξεσπάθωναν, ο πρόεδρος του ΛΑ.Ο.Σ. Γ. Καρατζαφέρης μιλούσε για ανάγκη στήριξης μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας και για τους κινδύνους, τους οποίους ενώ όλοι έβλεπαν τους έκρυβαν από τον ελληνικό λαό.
Ø Μετά τις εκλογές του 2009 και κατά το τελευταίο τρίμηνο η τότε κυβέρνηση σε επίπεδο Πρωθυπουργού και οικονομικού επιτελείου βαρύνονται με ευθύνες για το γεγονός ότι δεν έλαβαν ούτε καν προανήγγειλαν μέτρα διαρθρωτικά και άμεσης δημοσιονομικής προσαρμογής, τα οποία θα μπορούσαν να ανακόψουν τη δυναμική του ελλείμματος και ενδεχομένως να το κρατούσαν σε ένα πλαίσιο, το οποίο θα ήταν ανεκτό από τις αγορές. Το εάν κατά τις αιτιάσεις της Ν.Δ. εσκεμμένα απέφυγαν είσπραξη εσόδων το 2009 και προχώρησαν σε πληρωμές που μπορούσαν να γίνουν το επόμενο έτος με αποτέλεσμα να ανέβηκε το έλλειμμα του 2009 είναι κάτι που δεν μπορεί με απόλυτη σιγουριά να τεκμηριωθεί λόγω των αντικρουόμενων θέσεων. Θα πρέπει όμως να τύχει επισταμένης μελέτης σε μία επόμενη επιτροπή, διότι αν συμβαίνει κάτι τέτοιο τότε προκύπτει δόλος της τότε κυβέρνησης για περαιτέρω εκτροχιασμό του ελλείμματος.
Ø Κατά το πρώτο τετράμηνο του 2010 και μέχρι την είσοδο της χώρας στο μηχανισμό στήριξης η τότε κυβέρνηση ελέγχεται για τη μη προσπάθεια επαρκούς δανειοδότησης της χώρας όσο παρέμεναν τα spreads χαμηλά, γεγονός που μπορεί να μην απέτρεπαν την είσοδο της χώρας στο μηχανισμό στήριξης, θα έδιναν όμως επαρκές χρονικό διάστημα, προκειμένου η διαπραγμάτευση να γίνει όχι με την αίσθηση και την πραγματικότητα ότι είμαστε μερικές μέρες πριν από την χρεωκοπία και την στάση πληρωμών. Σε περίπτωση που η καθυστέρηση λήψη μέτρων και η πλημμελής δανειοδότηση της χώρας έγινε για λόγους κεντρικής επιλογής της τότε κυβέρνησης και του τότε Πρωθυπουργού προκειμένου η χώρα να βγει από τις αγορές και να μπει στο μηχανισμό στήριξης με τη συμμετοχή του Δ.Ν.Τ., έτσι ώστε να μην χρεωθεί η τότε κυβέρνηση τη λήψη σκληρών αναγκαίων μέτρων και να παρουσιάσει ότι αυτά επιβάλλονται από κάποιον μηχανισμό είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να απαντηθεί με ασφάλεια. Μια ενδεχόμενη νεότερη επιτροπή θα πρέπει να ελέγξει αυτήν την παράμετρο διότι σε περίπτωση που συντρέχει κάτι τέτοιο τότε οι ευθύνες της τότε κυβέρνησης δεν μένουν απλώς στο επίπεδο των πολιτικών ευθυνών.
Ø Αναφορικώς με τυχόν αλλοίωση των δημοσιονομικών στοιχείων προκειμένου με την υπαγωγή των δεκαεπτά ΔΕΚΟ στο χρέος της γενικής κυβέρνησης να φουσκωθεί το έλλειμμα από το 13,6% στο 15,4% προκύπτουν προβληματικά στοιχεία που έχουν να κάνουν με δυσλειτουργία της ΕΛΣΤΑΤ, συγκεντρωτισμό του Προέδρου της και μη ενημέρωση των μελών της ΕΛΣΤΑΤ, ωστόσο η Eurostat θεωρεί τους χειρισμούς του Προέδρου της ΕΛΣΤΑΤ ορθούς και την τελική διαμόρφωση του ελλείμματος αξιόπιστη. Πρόκειται για ένα δύσκολο τεχνικό θέμα για το οποίο σαφή απάντηση μπορεί να δοθεί εάν γίνει έλεγχος των φακέλων των δεκαεπτά ΔΕΚΟ και των στοιχείων βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στο χρέος και έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης καθώς επίσης και του swap, το οποίο λάβαμε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και το οποίο επιβαρύνει αρνητικά το χρέος αλλά επιδρά έστω και ελάχιστα θετικά στο έλλειμμα. Από τα μέχρι στιγμής στοιχεία δε φαίνεται να προκύπτει για αυτό το σκέλος κάποια ευθύνη, πόσο μάλλον σε επίπεδο πολιτικών προσώπων. Πάντως η λειτουργία επί ΝΔ τη
Ø Ενδεχομένως εάν η Ν.Δ. το πρώτο εννεάμηνο του 2009 λάμβανε τα απαραίτητα μέτρα και δεν έκρυβε το πρόβλημα και αν αντίστοιχα η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. μετά τις εκλογές του 2009 προχωρούσε άμεσα στις τομές και κάλυπτε την κωλυσιεργία του εννεάμηνου της Ν.Δ., στο μέτρο του εφικτού, ίσως να μην αποφεύγαμε πάλι την έξοδο της χώρας από τις αγορές και την είσοδό της στο μηχανισμό στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ε.Κ.Τ και του Δ.Ν.Τ. Άλλωστε και άλλες χώρες με καλύτερα δημοσιονομικά στοιχεία και με προσπάθεια έγκαιρης προσαρμογής δεν κατάφεραν να αποφύγουν τον μηχανισμό στήριξης. Ωστόσο, σε μία τέτοια περίπτωση αφενός θα μπορούσαν οι κυβερνήσεις της Ν.Δ. και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. να ισχυριστούν ότι αντελήφθησαν το πρόβλημα και έκαναν ό,τι μπορούσαν και αφετέρου η είσοδος της χώρας στο μηχανισμό στήριξης ακόμα και αν δεν μπορούσε να αποφευχθεί, θα γινόταν με καλύτερους όρους και ενδεχομένως η πατρίδα μας δεν θα ήταν μοναδική περίπτωση, όπως αντιμετωπίζεται, αλλά να είχε υπαχθεί σε μία συνολική λύση μαζί με την Πορτογαλία και την Ιρλανδία και η δημοσιονομική προσαρμογή να γινόταν με πιο ρεαλιστικούς και κοινωνικά ανεκτούς όρους αλλά και να μην είχε τρωθεί στο έπακρο η αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού. Ίσως μάλιστα να είχε προηγηθεί υπαγωγή άλλης χώρας στο μηχανισμό νωρίτερα από εμάς. Με απλά λόγια μία νεότερη επιτροπή μπορεί να αποδώσει, αφού εκτιμήσει το υπάρχον αποδεικτικό υλικό, σε συγκεκριμένα πρόσωπα τις ευθύνες που τους αναλογούν σε πολιτικό είτε και σε άλλο επίπεδο. Με σιγουριά όμως μπορούμε να πούμε ότι ο ελληνικός λαός πληρώνει τις ασύδοτες κυβερνήσεις του δικομματισμού και τουλάχιστον οι κυβερνήσεις του 2009 θα βαρύνονται, σε κεντρικό επίπεδο, στη συνείδηση του Έλληνα και του ιστορικού του μέλλοντος ότι, ενώ γνώριζαν την πραγματικότητα και έβλεπαν το τι έπεται, φάνηκαν κατώτεροι των περιστάσεων και επέλεξαν να λειτουργήσουν με όρους προεκλογικούς, μικροκομματικούς, να μην πούνε τη αλήθεια και να αναλάβουν το κόστος δύσκολων, αλλά αναγκαίων επιλογών και πολύ πιο ήπιων από αυτές που ακολούθησαν, σκεπτόμενες τις επόμενες εκλογές και όχι τις επόμενες γενεές.
Αθήνα 30.03. 2012
Ο εκπρόσωπος του Λαϊκού Ορθοδόξου Συναγερμού στην Εξεταστική Επιτροπή
Βουλευτής Α΄ Αθηνών Αθανάσιος Κ. Πλεύρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου